- τσιγγουνεύομαι
- [цингунэвомэ] р. быть скупым, скрягой,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τσιγγουνεύομαι — και τσιγκουνεύομαι Ν [τσιγγούνης / τσιγκούνης] είμαι τσιγγούνης … Dictionary of Greek
γλισχρεύομαι — (AM) [γλίσχρος] είμαι γλίσχρος, φειδωλός, τσιγγουνεύομαι … Dictionary of Greek
κιμβικεύομαι — (Μ) [κίμβιξ] είμαι φειδωλός, τσιγγουνεύομαι … Dictionary of Greek
φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… … Dictionary of Greek